- όνος
- ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή)1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοιαστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου4. φρ. α) «όνου σκιά» — καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντοβ) «περί όνου σκιάς» — λέγεται για συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με ζήτημα ανάξιο λόγουγ) «όνου πόκους (ή πόκας) ζητείς» — λέγεται για κάποιον που επιδιώκει κάτι το ασήμαντο ή μηδαμινό, αφού το μαλλί τού γαϊδάρου δεν έχει καμία αξία, ή για αυτόν που επιζητεί να πετύχει κάτι το αδύνατο, το ακατόρθωτοδ) «όνος ύεται» — λέγεται για άνθρωπο ανόητο ή ισχυρογνώμονα, ο οποίος είναι εντελώς απαθής απέναντι σε ό,τι λέγεται ή σε ό,τι γίνεταιε) «όνος με ελάκτισεν καγώ αντιλακτίσω αυτόν;» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες απαξιοί κανείς να απαντήσει σε προσβολές και ύβρεις κακοήθους ατόμουαρχ.1. (ως μονάδα μέτρησης) φόρτωμα που σηκώνει ένα ζώο2. (στους κύβους) η μονάδα, ο άσσος3. είδος άπτερης ακρίδας4. μτφ. α) είδος βαρούλκου που χρησιμοποιούνταν για την άρση βαριών αντικειμένων ή για τέντωμα σχοινιώνβ) η επάνω κινητή περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλουγ) η μυλόπετραδ) μεγάλο ποτήρι για το κρασί, με κοίλο πυθμέναε) το αδράχτι ή η ρόκαστ) (για τοίχο) επιστέγασμα, γείσο5. φρ. α) «ὄνος λύρας» — λεγόταν για άνθρωπο που δεν μπορούσε να καταλάβει ή να αισθανθεί τους μουσικούς ήχους, που ήταν τελείως άμουσοςβ) «ὄνος κάθηται»(σε παιχνίδι) άτομο που κάθεται κάτω και είναι υποχρεωμένο, όταν χάνει, να κάνει οτιδήποτε θέλουν οι συμπαίκτες τουγ) «ὄvov κείρεις» — ματαιοπονείςδ) «ἀπ' ὄνου καταπεσεῑν» — λεγόταν για άτομο που περιπίπτει σε δυσάρεστες και δυσχερείς καταστάσεις εξαιτίας δικής του αδεξιότηταςε) «ὄνῳ τις ἔλεγε μῡθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει» — λεγόταν για άνθρωπο εντελώς άξεστο και απαθήστ) «ὄνος εἰς Ἀθήνας» — λεγόταν για άτομο που βρέθηκε σε εντελώς ξένο με τις δικές του συνήθειες περιβάλλονζ) «ὄνων ὑβριστότερος» — λεγόταν για πολύ απρεπή ή κτηνώδη συμπεριφοράη) «ὄνος εἰς ἄχυρα» — άτομο που πέτυχε εκείνο που επιδίωκεθ) «ὄvoυ γνάθος» — υπερβολικά λαίμαργος άνθρωποςι) «ὄνος ἐν μελίσσαις» — άτομο που έχει πέσει σε δεινά, σε συμφορές, που δυστυχείια) «ὄνος ἐν πιθήκοις» — άνθρωπος υπερβολικά άσχημοςιβ) «ὄνος ἄγω μυστήρια» — μού έλαχε να σηκώσω εγώ τα βάρη, δηλ. τους μπελάδεςιγ) «ὄνος ἐν μύρῳ»(στο λεξ. Σούδα) άτομο που ζει με πολυτέλεια και ανέσεις, χωρίς πραγματικά να τό αξίζειιδ) «εἰς ὄνους ἀφ' ἵππων» — λεγόταν για άτομο που ξεπέφτει οικονομικά ή κοινωνικάιε) «ὄνος ἰσόσπριος» — η σαρανταποδαρούσαιστ) «ὄνων φάτνη»αστρον. νεφέλωμα μεταξύ δύο αστέρων τού Καρκίνουιζ) «ὄvoυ πετάλειον» — φύλλο τού φυτού ορίγανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης, ετυμολ. Η. λ. ὄνος δεν ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή, αφού το ζώο είναι ανατολικής-μεσογειακής προέλευσης. Ως αρχικός τ. θεωρείται το σουμερ. anšu «όνος», από τον οποίο έχουν προέλθει με διαφορετική εξέλιξη το ελλ. ὄνος (< *hoonos < *ohonos < *osonos), το λατ. asinus (χωρίς ρωτακισμό, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο τ. δεν έχει λατινική προέλευση) και το αρμ. ēš, išoy. Η λ. ὄνος μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά (πρβλ. μυκην. ono). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ως ονομασία τού όνου η λ. γάιδαρος*.ΠΑΡ. όνειος (Ι), ονίδιον, ονικός, ονίσκοςαρχ.ονάριον, ονάς, ονείον, ονεύω, όνη, ονίας, όνιον, ονίς, ονίτις, ονώδηςμσν.ονηδόννεοελλ.ονή (Ι).ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ονάγρα, όναγρος, ονηγός, ονηλάτης, ονοκέφαλος, ονόπορδον, όνοσμααρχ.ονέλαφος, ονήλατος, ονημάξιον, ονοβάτις, ονοβατώ, ονόγαστρις, ονοειδής, ονοζύγιον ονοθήρας, ονοθυσία, ονοκάρδιον, ονοκένταυρος, ονοκίνδιος, ονοκοίτης, ονοκόμος, ονοκόπος, ονοκρόταλος, ονοκτηνοτρόφος, ονοπρόσωπος, ονόπυξος, ονοστύππαξ, ονοσφαγία, ονοτρόφος, ονοφορβόςαρχ.-μσν.ονόκωλοςμσν.ονοθρίαμβος, ονοκηλώνιος, ονόμυλος, ονόρυγχος, ονόσκορδον, ονοστάσιον νεοελλ. ονόκομβος, ονολάτρες. (Β συνθετικό) ημίονος].
Dictionary of Greek. 2013.